κολλώδους

κολλώδους
κολλώδης
glutinous
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κοκκύτης — και κοκίτης, ο ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή εισπνευστικό συριγμό και τελειώνουν με την… …   Dictionary of Greek

  • πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλάτηση — Επεξεργασία με την οποία τα μέταλλα, αφού θερμανθούν σε κατάλληλη θερμοκρασία, υποβάλλονται σε μια σειρά επανειλημμένων κρούσεων για να τους δοθεί η επιθυμητή μορφή. Χρησιμοποιείται συχνά για την κατασκευή πολύπλοκων κομματιών με πολλές προεξοχές …   Dictionary of Greek

  • Γκούντγιαρ, Τσαρλς — (Charles Goodyear, Νιου Χέβεν 1800 – Νέα Υόρκη 1860).Αμερικανός εφευρέτης. Εργάστηκε ως έμπορος μαζί με τον πατέρα του, αλλά χρεοκόπησε το 1830. Ακολούθησε μία ταραγμένη περίοδος φτώχειας, δικαστικών αγώνων με τους δανειστές του και φυλακίσεων.… …   Dictionary of Greek

  • θύλλωση — Ονομασία διαφόρων ασθενειών των φυτών. Κοινά χαρακτηριστικά των ασθενειών αυτών είναι ο σχηματισμός κολλώδους ουσίας και θυλλίδων (κυστοειδών εκφύσεων) στα αγγεία του ξύλου. Οι θυλλίδες φράζουν τα αγγεία και τις τραχεΐδες, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”